Ό,τι έχουμε είμαστε εμείς: Ένα κάλεσμα από έναν ντελιβερά στο Manhattan

:

Για μια αλληλεγγύη με βάση τις συνθήκες και τις θέσεις

Categories:
Localizations:

Για μια αλληλεγγύη με όρους και θέσεις

Με τα συνεχή καλέσματα για αλληλεγγύη σε ολόκληρη την ανθρωπότητα ενάντια στην πανδημία του COVID-19, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω με ποιους είμαι αλληλέγγυος και ποιους όχι και να παρακινήσω τους πάντες να κάνουν το ίδιο. Ενώ κάποιοι από εμάς διακινδυνεύουμε τη ζωή μας, άλλοι κινούν τα νήματα και περνάνε την πανδημία με πλήρη άνεση. Παρότι, “είμαστε όλοι μαζί σε αυτό”, δεν αντιμετωπίζουμε ούτε τις ίδιες συνθήκες, ούτε τους ίδιους κινδύνους.

Η πραγματικότητα, στην οποία είμαστε τόσο καιρό αναίσθητοι αρχίζει και απλώνεται μπροστά μας. Είναι πλέον αδύνατο να κρυφτούν οι αντιφάσεις στους τρόπους, με τους οποίους αξιολογείται η εργασίας μας, και να αγνοούμε όλους εκείνους τους τρόπους, με τους οποίους βρισκόμαστε στο έλεος όσων βρίσκονται ψηλότερα στην ιεραρχία. Κάνουν ό,τι είναι στη δύναμη τους για να μας κάνουν να αλληλο-κατηγορούμαστε και να κατηγορούμε του εαυτούς μας για τη κατάσταση. Αυτό,όμως, δεν είναι πλέον δυνατόν.

Γράφω αυτό το κείμενο όντας σε υποχρεωτική καραντίνα, έξω από τις ΗΠΑ. Πέρασα το Μάρτιο στο Manhattan δουλευοντας ως “essential worker” διανέμοντας φαγητό σε πλούσιους, καθώς ο ιός εξαπλωνόταν στην πόλη. Σαν αμέτρητους άλλους στη θέση μου, υποθέτω πως μέχρι τώρα, θα έχω κατα πάσα πιθανότητα εκτεθεί στον ιό. Σε περίπτωση που νόσησα, ήμουν τυχερός γιατί δεν έχω εμφανίσει συμπτώματα. Ως πολίτης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων δεν είχα δυνατότητα να κάνω το τεστ, οπότε όλα αυτα είναι απλά υποθέσεις.

Δεν χαίρομαι που μπορώ να πω, “σας τα λεγα” για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα. Στις αρχές του Μαρτίου πολλοί δεν έπαιρναν στα σοβαρά τα λεγόμενά μου, θεωρώντας τα παρανοϊκά. Δεν ήταν ότι φοβόμουν μήπως αρρωστήσω. Για αρκετές εβδομάδες, προσπαθούσα να εξηγήσω σε φίλους ότι πρέπει να καταλάβουν πώς φτάνει το φαγητό στο πιάτο τους, πού φτιάχνονται τα φάρμακα τους και πώς ο διαχωρισμος του πλανήτη σε έθνη-παραγωγούς και έθνη-καταναλωτές θα δημιουργήσει επισιτιστική κρίση. Τώρα, αυτές οι ανησυχίες έχουν γίνει καθημερινός διάλογος.


Οι πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου στη Νέα Υόρκη, έμοιαζαν με καζάνι που βράζει. Κάθε μέρα, σκεφτόμουν μήπως θα ήταν καλύτερα να διαφύγω στην εξοχή ή να γυρίσω στο σπίτι μου στο εξωτερικό. Έπρεπε να ζυγίσω τις δύο επιλογές με βάση τα λεφτα που θα έβγαζα και κατα πόσο θα μπορούσα να ζήσω στην ανεργία.

Ποδηλατώντας στις γειτονιές, ένιωθα ότι κάτι παράξενο ερχόταν. Οι πιο πολλοί που πήραν την κατάσταση στα σοβαρά το εξέφρασαν είτε πηγαίνοντας για ψώνια, είτε φευγοντας απο την πόλη. Υπήρξε ένα μαζικό κύμα αγορών, καθώς και έξοδος όσων είχαν δεύτερο σπίτι έξω από την πόλη. Κοντά στις εργατικές και τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές, μπορούσες να βρεις ακόμη χαρτί υγείας και αντισηπτικά μιας και λιγότεροι είχαν την οικονομική δυνατότητα να στοκάρουν. Πολλοί έδειχναν τη δυσπιστία τους προς την κυβέρνηση, πολλοί αδιαφορούσαν, πολλοι είχαν δεί και χειρότερα από την πανδημία, και πολλοι ένιωθαν αβοήθητοι μπροστά στο φόβο και την αβεβαιότητα που έρχεται με το πρωτοφανές.

‘Οσοι φορούσαν γάντια και μάσκες θεωρούνταν εκκεντρικοί μέχρι την τρίτη εβδομάδα του Μάρτη. Κάποιοι προμόταραν πάρτυ μέχρι και την τελευταία μέρα πριν την καραντίνα. Όσοι μπορούσαν να δουλέψουν από το σπίτι, ήταν οι πρώτοι που έκατσαν μέσα, όσο οι υπόλοιποι δουλεύαμε. Κατόπιν, τα πιο ακριβά ιδιωτικά σχολεία έκλεισαν και μετά το προάστιο του New Rochelle μπήκε σε καραντίνα, αλλά οπουδήποτε αλλού, όλα λειτουργούσαν κανονικά. Όταν ο δήμαρχος de Blasio έκλεισε επιτέλους τα σχολεία και τα εστιατόρια, η πραγματικότητα άρχισε να μας τα σκάει. Όλες οι δικαιολογίες για τα φουσκωμένα ενοίκια, όλες οι διέξοδοι από το στρες, κάθε εκλογίκευση ξαφνικά εξαφανίστηκε. Η άγνοια δεν ηταν πια επιλογή.

Ο καιρός είχε συνεχείς εναλλαγές, όπως κάνει γενικώς τα τελευταία χρόνια, πυροδοτώντας κυνικά σχόλια για τη κλιματική αλλαγή, αλλά εμένα, όλα μου φαίνονταν μουντά. Οι αγκαλιές γίνονταν όλο και πιο άβολες. Σύντομα, τις κρατούσα μόνο για άτομα που δεν ήμουν σίγουρος αν θα ξαναδώ. Έμενα με ένα φίλο που διαγνώστηκε με τον ιό και από τότε θεραπεύτηκε. Φύλαγα το σπίτι μίας άλλης φίλης, της οποίας ο σύντροφος πέθανε από τον ιό.

Το Manhattan καθημερινά έμοιαζε όλο και πιο άδειο και τρομακτικό, καθώς η ένταση συσσωρευόταν. Σε αντίθεση με την 11η Σεπτεμβρίου, ή τον τυφώνα Sandy, ή όταν είδαμε τον αποκλεισμό του Manhattan το Halloween -κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ-, η πανδημία δεν χτύπησε ταυτόχρονα με κάποιο διακριτό τρόπο. Ήταν μια αόρατη επέμβαση σε slow motion- ήταν δύσκολο να καταλάβεις τι θα ερχόταν και σε τι βαθμό. Ήταν ανησυχητικό να βλέπεις φίλους που μέχρι πρόσφατα θεωρούσαν παρανοϊκές τις ανησυχίες μου, να με προσεγγίζουν για συμβουλές. Παγώνει το αίμα μου όταν βλέπω ανθρώπους που στο παρελθόν με καθησύχαζαν, να αρχίζουν να φοβούνται ότι δεν θα μπορούν να βιοποριστούν. Η μεγαλύτερη και πιο ανεπτυγμένη πόλη στις ΗΠΑ έμπαινε σε καραντίνα απο μια αόρατη δύναμη. Στο τέλος απέδρασα, αφήνοντας πολλούς ανθρώπους που αγαπώ να περιμένουν το άγνωστο.


Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μου εβδομάδων στη Νεα Υορκη, με χαρακτήρισαν, όπως λένε, “απαραίτητο εργαζόμενο”, επειδή έφερνα φαγητό στους πλούσιους, κατευθείαν στην πόρτα τους, για να αποφύγουν να εκτεθούν στον κίνδυνο. Βλέπω κόσμο να ποστάρει “Μενουμε σπίτι” memes στο Instagram, χωρίς να κάτσουν να σκεφτούν πώς έρχεται στο πιάτο τους το φαΐ που φωτογραφίζουν.

Είναι δύσκολο να μην καταδικάζεις τα χειροκροτήματα των πλουσίων στα βίντεο από το Manhattan. Απ’ ότι φαίνεται, όσοι δεν απέδρασαν προς τη δεύτερη κατοικία τους, αφιερώνουν δύο λεπτά από την κάθε μέρα τους, για να “εκτιμήσουν” τους ντελιβεράδες και τους υπόλοιπους εργάτες που διακινδυνεύουν για αυτούς κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Βλέπω αυτά τα κλιπάκια και την κωλο-ευγνωμοσύνη τους και δεν μου αφήνουν καμία εντύπωση. Δεν αποβάλλω τις αναμνήσεις της κακομεταχείρισης και της επισφάλειας, για μια στιγμή “κολακείας” από την ασφάλεια των πολυτελών σπιτιών τους στο Manhattan. Αξίζουμε περισσότερα από χειροκροτήματα.

Δούλευα ως ντελιβερας μέχρι την τελευταία μέρα πριν γυρίσω στη σύντροφό μου και σε μία πιο οικονομική ζωή στο εξωτερικό. ‘Ηξερα τους κινδύνους του ταξιδιού, αλλά ανησυχούσα πιο πολύ για το μέλλον και για την οικονομική κατάσταση στην οποία θα βρισκόμουν. Η πλειοψηφία των φίλων μου στη Νέα Υόρκη δουλεύουν στον επισιτισμό και στην παροχή υπηρεσιών- ή τελοσπάντων δούλευαν. Αφού ακυρώθηκε κάθε δουλειά που είχα κανονίσει, οι διανομές μεσω app ήταν η τελευταία διέξοδος για όλους εμάς που δεν έχουμε το προνόμιο της τηλε-εργασίας. Ακόμα παίρνω ειδοποιήσεις για διανομές. Αναρωτιέμαι αν κάθε μια από αυτές τις διανομές που δεν αναλαμβάνω, θα είναι ένα χαμένο γεύμα στο μέλλον.

Για αυτόν το λόγο, μισώ το χειροκρότημα των πλουσίων. Θα ήθελα να δημοσιοποιήσω τα ονόματα και τις διευθύνσεις κάθε πελάτη, μαζί με το φιλοδώρημα που μου έδωσαν. Μακάρι να ήξερα το εισόδημα του καθενός για να μπορώ να υπολογίσω και το θυμό μου αντίστοιχα.


‘Εκανα ντελίβερι σε διαμερίσματα μέσα σε ουρανοξύστες σε όλο το Manhattan. Στην αρχή, όταν έφτανα, οι πορτιέρηδες με χαιρετούσαν χαμογελώντας, υποθέτοντας πως είμαι επισκέπτης ή ένοικος λόγω του λευκού μου δέρματος. Με το που καταλάβαιναν ότι είμαι ντελιβεράς, ξαφνικά άλλαζαν τον τόνο τους. Η εναλλαγή ήταν βίαιη. Πραγματικά είναι να απορείς πώς τους διαλέγουν.

‘Αλλες φορές, έπρεπε να μπω από αηδιαστικές, κατουρημένες “φτωχόπορτες”- δεύτερες εισόδους για το προσωπικό και τους ενοίκους χαμηλού εισοδήματος. Μου έπαιρνε τη διπλάσια ώρα για να μπώ και να βγω από το κτίριο. Επίσης, με ανάγκαζε να έρθω σε επαφή με περισσότερους ανθρώπους, ανεβάζοντας τον κίνδυνο έκθεσης.

Ύστερα από απαίτηση των ενοίκων, κάποια κτίρια δεν επέτρεπαν στους ντελιβεράδες να μπουν. Υποθέτω πως μας θεωρούσαν πιο βρώμικους απο τις παραγγελίες τους. Ήταν υποτιμητικό, αλλά ταυτόχρονα και ανακουφιστικό.

Πήγα παραγγελίες σε ρετιρέ μέχρι και τον 73ο όροφο, και δεν πήρα καν πουρμπουάρ. Γενικά τα τιπς ήταν σκατα. ‘Ισως είναι επειδή οι πλούσιοι έχουν αγχωθεί για το μέλλον. (Η New York Post από τότε δημοσίευσε ένα ρεπορτάζ για πελάτες που έβαζαν μεγάλα τιπς και στη συνέχεια τα ακύρωναν.) Τα τιπς ήταν τόσο κακά που φοβόμουν να ζητήσω no-contact deliveries (στμ. παραδόσεις σε θυρίδες), γιατί κάποιοι πελάτες δυσαρεστούνταν με τις απαιτήσεις μου. Ώς εργαζόμενος στην παροχή υπηρεσιών, πως τολμούσα να προστατεύομαι;


Δεν θα ξεχάσω, μια από τις τελευταίες μέρες που δούλευα. Έκανα ό,τι μπορούσα για να αποφύγω τις παραγγελίες από φαρμακεία σαν τα Walgreens και τα Duane Reade, κυρίως γιατί ήταν πολύ υποτιμητικό να πάρω δουλειές των οποίων η μόνη σκοπιμότητα ήταν να μειώσουν τον κίνδυνο των πλουσιότερων από εμένα, αλλά κι επειδή ήξερα πως τα προϊόντα που ζητούσαν είχαν εξαντληθεί.

Οι εφαρμογές αυτές σε αναγκάζουν να είσαι αυτός που επωμίζεται τις συνέπειες όταν κάποιος ζητά ένα προϊόν που έχει εξαντληθεί. Δεν σου δίνουν την επιλογή να ακυρώσεις την παραγγελία όταν το προϊόν δεν είναι διαθέσιμο, πρέπει να πεις οτι δεν μπορείς να ολοκληρώσεις την παραγγελία. Συνεπώς, όχι μόνο δεν αποζημιώνεσαι για την μετακίνηση σου, αλλά μπορεί και να έχεις θέμα με το να βρεις παραγγελίες στο υπόλοιπο της βάρδιας σου.

Εκείνη τη νύχτα, αντί για θερμόμετρα και χαρτιά υγείας, κάποιος παρηγγειλε 50 κουτιά καθαρτικό, μια παραγγελία ύψους 250 δολαρίων. Έσφιξα τα δόντια και δέχτηκα την παραγγελια.

‘Εκανα ποδήλατο στους σιωπηλούς δρόμους της Upper West Side του Manhattan. Ακόμα και στην περίεργη έλλειψη κίνησης, έπρεπε να τηρώ τα φανάρια για να μην με γράψουν μπάτσοι. Νοσταλγώ τα παλιά χρόνια στην Νέα Υόρκη πριν την αστυνόμευση της “ποιότητας ζωής”. Εκείνη την εποχή, οδηγώντας ποδήλατο ένιωθες ασταμάτητος.

‘Εφτασα στο φαρμακείο και μπήκα. ‘Ενιωθα λες και έμπαινα σε ένα δοχείο για καλλιέργειες που ζέχνει απο COVID-19. Σίγουρα, όπως και σε κάθε φαρμακείο σε όλο το Manhattan, όλα είχαν εξαντληθεί, μαζί με τα 50 καθαρτικά της πελάτισσας. Την πηρα τηλεφωνο. Την παρακάλεσα να ακυρώσει εκείνη την παραγγελία, για να μπορέσω να κρατήσω τα θλιβερά 2,36 δολάρια που θα έπαιρνα για το κομματι “pick up” της διαδικασίας της διανομής. Κυρίως όμως, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να αποφύγω την ακύρωση της παραγγελίας και να μη χάσω τη θέση μου στον παντοδύναμο αλγόριθμο της εφαρμογής.

“Προφανώς και εξαντλήθηκαν”, μου απάντησε, όταν την πληροφόρησα. Απαίτησε να ακυρώσω εγώ για να μη χάσει τα πολύτιμα 2.36$, λέγοντας το κλασικό “Είναι δική σας δουλειά, δεν φταίω εγώ”. Απλά με χρησιμοποίησε για να βεβαιώσει αυτο που ήδη ήξερε, για να μην μπει στο φαρμακείο στο επίκεντρο της επιδημίας. Ωστόσο, είχε το θράσος να μου ζητήσει να ακυρώσω εγώ για να μη με πληρώσει. Κατέληξα να την παρακαλάω, προσπαθώντας να της εξηγήσω ότι έκανα ποδήλατο μες στην πανδημία για να δω αν έχει εξαντληθεί το προϊόν. Της πρότεινα να της στείλω μια φωτογραφία από το φαρμακείο για να δει πως δεν ήταν διαθέσιμο. Μου απάντησε πως “δεν ήταν δικό της πρόβλημα”. Ξεκίνησα για την επόμενη δουλειά, φρικάροντας με την εγωπάθειά της. Μετά από 30 λεπτά, ακύρωσε αυτή.

Έκανε μια παραγγελια 250 δολάρια και μου ζήτησε να παραιτηθώ από κάθε αξιοπρέπεια, για να μην χάσει 2.36. Είμαι σίγουρος ότι αν δε μιλούσα καλά αγγλικά, δεν θα ’παιρνα τίποτα για την ταλαιπωρία μου. Από άπειρες τέτοιες ιστορίες, αυτή μου μένει χαραγμένη στο μυαλό γιατί συνέβη την τελευταία μέρα της δουλειάς μου στη Νέα Υόρκη.


Αυτός είναι και ο λόγος που, όταν οι πλούσιοι και οι ισχυροί μιλούν για αλληλεγγύη, με αφήνουν παγερά αδιάφορο. Κρατώ την αγάπη και την εκτίμησή μου για όλους όσους δε φοβούνται να αρρωστήσουν αυτή τη στιγμή, αλλα εκτίθενται για να επιβιώσουν- αυτούς που παλεύουν για το φαΐ και το νοίκι τους και που προετοιμάζονται για να μια ακόμα πιο επισφαλή ζωή στην ερχόμενη οικονομική κρίση. Κρατώ την αγαπη και την εκτίμησή μου για όσους ήταν πάντα κακοπληρωμένοι και αναλώσιμοι, και βρίσκονται τώρα στο μέτωπο της πανδημίας. Τώρα είμαστε απαραίτητοι εργαζόμενοι; Τώρα είμαστε ήρωες; Και τι ήμασταν πριν; Τι θα είμαστε όταν αυτή η κρίση τελειώσει?

Είναι πραγματικά σοκαριστικό να βλέπεις ανθρώπους που συνεχίζουν να εκλογικεύουν την αξία των θεσμών και των ηγετών που απέτυχαν να κάνουν οτιδήποτε για να μας βοηθήσουν να επιβιώσουμε αυτή την καταστροφή.

Πώς είναι δυνατόν να βλέπεις αστυνομικούς να απολαμβάνουν σεβασμό ως “emergency workers” όταν κόβουν βόλτες χωρίς μάσκες, μολύνοντας ανθρώπους σε όλη την πόλη, όταν επιτίθενται σε παιδιά στο μετρό; Πώς μπορεί ο οποιοσδήποτε να τους βάζει δίπλα στους νοσηλευτές, τους εργαζόμενους στα σούπερ μάρκετ, που πεθαίνουν με τις ντουζίνες για να μπορούμε να φάμε; Δεν έχει ξεκαθαρίσει αρκετά ο ρόλος της αστυνομίας, τώρα που ήρθε το τέλος του κόσμου; Λες και δεν ήταν ξεκάθαρος πριν;

Οι μπάτσοι της διεύθυνσης αλλοδαπών (ICE) καβατζώνουν μάσκες N-95 για την προστασία τους, καθώς συνεχίζουν να εξαφανίζουν ανθρώπους χωρίς χαρτιά, να μεταδίδουν τον ιό ενώ τρομοκρατούν ολόκληρες κοινότητες και να χωρίζουν παιδιά από τους γονείς τους. Οι ανθρωποφύλακες μεταδίδουν τον ιό σε φυλακισμένους, των οποίων ο μόνος τρόπος διαμαρτυρίας είναι να οργανώνουν εξεγέρσεις με μεγάλο κίνδυνο για τους ίδιους.

Είδα μπατσους να σταματάνε ένα ντελιβερά με ποδήλατο για παραβάσεις του ΚΟΚ, στο Manhattan, όταν οι ντελιβεραδες ξαμολύθηκαν εν μέσω πανδημίας. Αυτή είναι μία κλασική τακτική της αστυνομίας της Νέας Υόρκης, για να διατηρούν τα quota (στατιστικά στοιχεία) τους. Εργάτες σε παντοπωλεία, εργάτες γης, εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες, ντελιβεράδες, ΕΚΑΒίτες, νοσοκομειακό προσωπικό αγωνίζονται να μας κρατήσουν ζωντανούς κατά τη διάρκεια μιας κατάστασης που θυμίζει στρατιωτικό νόμο- όλοι αυτοι οι άνθρωποι αξίζουν την ευγνωμοσύνη μου. Πώς μπορούν να βάζουν τους μπάτσους δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους; Τι κάνουν αυτοί για να μας φροντίσουν και να μας στηρίξουν;

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ψήφισαν ένα νομοσχέδιο για ένεση στην οικονομία, ύψους 2 τρις δολαρίων. Δεν ξέρω καν αν το δικαιούμαι ή αν έχω ένσημα για το ταμείο, επειδή τόσα χρόνια δούλευα στο μεροκάματο. Η ιστοσελίδα λέει πως οι φορολογούμενοι με χαμηλό εισόδημα θα πρέπει να περιμένουμε- μέχρι να εξυπηρετηθούν τα άλλα αιτήματα υποθέτω. Διαβάζω πως από το πρόγραμμα, μόνο το 30% των χρημάτων θα δοθεί σε φυσικά πρόσωπα. Το άλλο 70% θα το μοιραστούν οι μεγάλες επιχειρήσεις ($500 δις), οι μικρές επιχειρήσεις ($377 δις), το κράτος, η τοπική αυτοδιοίκηση ($339.8 δις) και οι δημόσιες υπηρεσίες ($179.5 δις). Όπως το βλέπω, αν σκεφτούμε πως οι αεροπορικές θα πάρουν πάνω από το 10% του σχεδίου διάσωσης για τις επιχειρήσεις, ενώ ακόμη τους κυνηγάω να μου επιστρέψουν τα λεφτά για τις πτήσεις που μου ακύρωσαν, όλο αυτό το αντιλαμβάνομαι ως ένα μεγάλο “Άντε γαμήσου” προς εμένα και κάθε άνθρωπο σαν εμένα. Μια μικρή υπενθύμιση πως σε αυτήν την κοινωνία, η αξία μου υπολογίζεται υπό όρους, στην καλύτερη περίπτωση, καθορισμένους από τη λογική της αγοράς και τις προτεραιότητες της καθεστηκυίας τάξης.

Αν ο τρόπος με τον οποίο διανέμεται το πρόγραμμα διάσωσης δεν φανερώνει αυτές τις προτεραιότητες, οι κυβερνήσεις σπεύδουν να διατηρήσουν και ταυτόχρονα να επανοικιοποιηθούν και να σφετεριστούν την εξουσία.

Σε χώρες όπως η Ρωσία και το Ισραήλ, οι αρχές διασκεδάζουν τις καινούριες δυνατότητες για την κυβερνο-αστυνόμευση. Στην Ουγγαρία, οι κυβερνώντες εκμεταλλεύτηκαν ήδη αυτήν την ευκαιρία για να περάσουν σε μια πραγματική δικτατορία. Στην Κένυα, την Ινδία και τις ΗΠΑ, τους βλέπουμε να μετατρέπουν τις εργατουπόλεις, τις φυλακές και τα προσφυγικά camps σε ζώνες θανάτου. Στην Ελλάδα, την Παγκοσμια Ημερα Υγείας, μπάτσοι επιτέθηκαν σε μια συγκέντρωση γιατρών και νοσηλευτών στον Ευαγγελισμό, που συμμετείχαν σε διαμαρτυρία για την έλλειψη αναλώσιμων. Πειραματισμοί στον στρατιωτικό νόμο πραγματοποιούνται υπό τον μανδύα της καραντίνας, με πρόσχημα την προστασία μας- αλλά οι εξουσιαστές απλά επιζητούν να προστατεύσουν τις καρέκλες τους, όχι εμάς. Εθνικιστές και φασίστες χρησιμοποιούν την κρίση σαν ευκαιρία να συνηγορήσουν για μεγαλύτερα τείχη στα σύνορα και περισσότερες φυλακές. Είδαμε επιστήμονες να καλούν κυβερνήσεις να πάνε στην Αφρικη ή σε άλλους πληθυσμούς, που δεν είναι τόσο πολύτιμοι για την παγκόσμια οικονομία, για να πραγματοποιήσουν πειράματα που θα οδηγήσουν σε εμβόλια.

Για αυτό, απευθύνω ένα κάλεσμα για μια διαφορετική αλληλεγγύη. Μια αλληλεγγύη ανάμεσα σε όσους ανησυχούμε για πολλά περισσότερα από τον ιό. Μια αλληλεγγύη ανάμεσα σε αυτούς που αναγκάζονται να φοβούνται για το τι θα μας κάνουν οι κυβερνήσεις και οι μπάτσοι τους. Μια αλληλεγγύη ανάμεσα σε όλους όσοι περιμένουμε με τρόμο τις νέες επισφαλείς συνθήκες που καταφθάνουν, καθώς οι πλούσιοι ετοιμάζονται για τον κόσμο μετά την πανδημία, καβάλα στις αναλώσιμες πλάτες μας. Μια αλληλεγγύη που περιλαμβάνει τους πρόσφυγες και όσους χάνουν τα σπίτια τους. Θέλω να μοιραστώ την ευγνωμοσύνη μου σε όσους την αξίζουν- όλοι όσοι μοιράζονται μαζί μου τις συνθήκες και τις θέσεις.

Πότε ξανά, σε ολόκληρη τη ζωή μας, έχουμε δει να προβάλλονται τόσο απροκάλυπτα, τα μαθηματικά της αξίας μας; Πολιτικοί, μπάτσοι και δισεκατομμυριούχοι παλεύουν να μας περάσουν για λογικές τις ανέσεις και τα προνόμια τους. Στις ΗΠΑ, είναι πιο ειλικρινείς από ποτέ σε σχέση με αυτό που τους ενδιαφέρει στην πραγματικότητα.

Χρειαζόμαστε μια αλληλεγγύη που δεν έχει καμία σχέση με τους πολιτικούς και τους πλουτοκράτες, ούτε με τους μπάτσους που τους προστατεύουν. Ας αρχίσουμε να βλέπουμε με αγάπη αυτούς που είναι δίπλα μας, δίνοντας τους μια υπόσχεση να προστατεύσουμε την ανθρωπότητα, εφόσον βλεπουμε τον εχθρό σε αυτους που είναι “από πάνω” μας. Αυτοί που κάνουν πλιάτσικο στη νότια Ιταλία εκφράζουν το ίδιο πάθος για τη ζωή με αυτούς που λεηλατούσαν μετά τον τυφώνα Κατρίνα για να μπορέσουν να ταΐσουν τους γείτονες τους. Αυτοί είναι άνθρωποι που αποτελούν το καλό παράδειγμα, όχι ο Κυβερνήτης Cuomo.

Σήμερα τελειώνει η καραντίνα μου. Αλλά η μητέρα μου, που κοντεύει τα 70, δουλεύει σε ένα μπακάλικο, ενώ ο πατέρας μου, ο οποίος είναι στο νοσοκομείο με βεβαρημένο ανοσοποιητικό, διαγνώστηκε με τον κορονοϊό. Αν η ανησυχία μας για την αγορά δεν είχε πάρει προτεραιότητα σε σχέση με αυτή για τη ζωή μας, είμαι σίγουρος πως ο πατέρας μου θα είχε γλιτώσει τον ιό μιας και ήταν απομονωμένος ήδη από τις αρχές Μαρτίου σε μονάδα υποβοηθούμενης διαβίωσης. Η μητέρα μου δεν μπορεί να απομονωθεί και να αυξήσει τις κοινωνικές αποστάσεις. Ούτε ο πατέρας μου. Όμως, πολλοί καταφέρνουν και αποφεύγουν αυτούς τους κινδύνους. Δεν αντιμετωπίζουμε την ίδια πανδημία. Δεν αξίζουν την αλληλεγγύη μου.

Δεν είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα—αλλά οι περισσότεροι είμαστε.

Επιστροφή στην κανονικότητα; Ποτέ ξανά.

Σημειώσεις μεταφραστή

  1. ​ Το Manhattan είναι ένας από τους 5 δήμους (boroughs) της Νέας Υόρκης. Αποτελεί το οικονομικό κέντρο της πόλης με την μεγαλύτερη αγορά ακινήτων. H Upper West Side είναι μια απο τις πιο πλούσιες περιοχές του Manhattan με μέσο οικογενειακό εισόδημα 160 χιλιάδων δολαρίων. Επειδή η έκτασή του είναι πεπερασμένη, η αγορά ακινήτων βασίζεται σε πολύ μεγάλους συντελεστές δόμησης, με πολλούς ουρανοξύστες που στεγάζουν γραφεία αλλα και σπίτια. Το σχόλιο για τον 73ο όροφο του ουρανοξύστη γίνεται γιατί υπάρχει μια ταξική διάσταση καθώς η τιμή του τετραγωνικού είναι ανάλογη και με τον όροφο. Ο πελάτης είναι σίγουρα κάποιος που ανήκει στα μεγαλοαστικά στρώματα.
  2. ​ Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία η βιομηχανία των διανομών έχει λάβει μια πολύ διαφορετική μορφή από αυτήν της Ελλάδας. Είναι διαρθρωμένη κυρίως γύρω από τεράστιες σταρτ απς όπως η Uber Eats ή το Deliveroo που διαθέτουν ένα πολύ μεγάλο στόλο και εκτελούν διανομές για λογαριασμό εστιατορίων, μαγαζιών ή ιδιωτών. Οι διανομείς δεν είναι μισθωτοί αλλά δουλεύουν ως freelancers, κάτι αντίστοιχο με το ελληνικό μπλοκάκι, πληρώνονται με το κομμάτι και ασφαλίζονται μόνοι τους. Οι εταιρίες που τους μισθώνουν χρησιμοποιούν εφαρμογές κινητών (mobile apps) για να επικοινωνούν μαζί τους, να παρακολουθούν την θέση τους και κατανέμουν την εργασία βάση αλγορίθμων. Η επίδοση έτσι είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις μελλοντικές τους παραγγελίες.
  3. ​ Η φράση “essential workers” που σημαίνει εργάτες σε απαραίτητους τομείς της οικονομίας μεταφράστηκε ως απαραίτητοι εργαζόμενοι. Η φράση “emergency workers” που σημαίνει εργαζόμενοι για καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης.
  4. ​ Οι μονάδες υποβοηθούμενης διαβίωσης (assisted living facilities) αποτελούν εγκαταστάσεις στέγασης για άτομα με αναπηρία ή για ενήλικες που δεν μπορούν πλέον να ζουν ανεξάρτητα στο σπίτι.